- προσψύχω
- Α1. (για άνεμο) πνέω ψυχρός2. αφοσιώνομαι με την ψυχή και το σώμα μου, αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά3. μτφ. πονώ για κάτι επί πλέον.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ψύχω «ψυχραίνω, κρυώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσψύχετε — προσψύ̱χετε , προσψύχω blow cold pres imperat act 2nd pl προσψύ̱χετε , προσψύχω blow cold pres ind act 2nd pl προσψύ̱χετε , προσψύχω blow cold imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)